- ἀνήδομαι
- ἀνήδομαι,A renounce one's enjoyment of a thing, no longer enjoy it,
ἃ τόθ' ἥτθην, ταῦτα νῦν ἀ. Hermipp.77
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἃ τόθ' ἥτθην, ταῦτα νῦν ἀ. Hermipp.77
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανήδομαι — ἀνήδομαι (Α) παύω να αισθάνομαι ευχαρίστηση για κάτι που μέχρι τώρα με ευχαριστούσε … Dictionary of Greek
ἀνήδομαι — ἀνά ἥδομαι swad pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήδομαι — ἥδομαι, δωρ. τ. ἅδομαι, αιολ. τ. ἄδομαι (Α) 1. (με μτχ.) ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, αισθάνομαι τέρψη («ἥσθη ἀκούσας» με ευχαρίστηση άκουσε, Ηρόδ.) 2. (με αιτ. και μτχ.) χαίρομαι («ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῡντά σε» με χαρά σε άκουσα να… … Dictionary of Greek